κύρτωμα

κύρτωμα
κύρτ-ωμα, ατος, τό,
A bulge, κ. τοῦ ὀστέου its natural convexity, Hp. Fract.8;

μεταφρένου Luc.Ind.7

;

τὸ κατὰ τὴν ῥάχιν κ. D.S.2.54

: in pl., of the earth's convexity, Cleom.1.2, 2.6.
2 rotundity,

ἀσκοῦ Hp. Art.47

; swelling, Id.Prog.11 (pl.); of sham pregnancy, Id.Prorrh.2.26; outside of bowl of a cup, Ath.11.488d; convex front of half-moon formation, Plb.3.113.8, Onos.21.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κύρτωμα — bulge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • κύρτωμα — το, ατος 1. καμπύλωμα, λύγισμα. 2. εξόγκωμα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρτωμάτων — κύρτωμα bulge neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτώμασι — κύρτωμα bulge neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτώματα — κύρτωμα bulge neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτώματι — κύρτωμα bulge neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτώματος — κύρτωμα bulge neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεμπού — Γένος βοοειδών που χαρακτηρίζονται από ένα κύρτωμα (ύβος), πολύ ή λίγο ανεπτυγμένο, ανάμεσα στις ωμοπλάτες ή από αυτές έως την ινιακή ζώνη. Η καμπούρα των ζ., που αποτελείται από λιπώδη ή μη λιπώδη μυϊκό ιστό, είναι μεγαλύτερη στο αρσενικό και… …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • καμπούρα — η 1. κύρτωμα τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, εξόγκωμα, ύβος («η καμπούρα τής καμήλας») 2. μτφ. κάθε κύρτωμα ή προεξοχή τού εδάφους ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος («η καμπούρα τού σαμαριού») 3. η ράχη 4. φρ. α) «στην καμπούρα μου» στη ράχη μου, εις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”